-
1 дифракция
физ. η περίθλαση, η παράθλαση, η διάθλασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дифракция
-
2 камера
1. (помещение) о θάλαμος, το διαμέρισμαбродильная - ζύμωσης (του κρασιού, του ζύθου)водоприёмная гидр. - εισα-γωγής/αναρρόφησης νερούнасосная горн. - της αντλίαςотстойная - см. осадочная -сопловая (тепл.) - ακροφυσίωνтопочная (тепл.) - εστίας/καύσηςфорсажная ав. - υπερσυμπίεσης2. (авто) (внутренняя оболочка шины) о αεροθάλαμος του επισώ-τρου, разг. η σαμπρέλλα (ξεν.) 3. (внутренняя часть фотоаппарата) το εσωτερικό τμήμα (της φωτογραφικής μηχανής) 4. (шлюзовая) мор. η δεξαμενή (για την κάθετη μετακίνηση του πλοίου) σε ανισόπεδη διώρυγα, η δεξαμενή ρύθμισης στάθμης·Русско-греческий словарь научных и технических терминов > камера
-
3 пучок
1. (множество чего-л. лучеобразно расходящегося из чего-л.) η δέσμη, η δεσμίδα- прямых мат. - των ευθειών2. (излучения, частиц) η δέσμη 3. (небольшая связка чего-л.) η δεσμίδα, разг. το μάτσο (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пучок
-
4 фокус
(физ., фото, мат.) η εστίαη εστίαση, το σημείο σύγκλισης των ακτινώντο επίκεντροτο κέντρο της συγκέντρωσηςη εστία της διάθλασης ή αντανάκλασης των ακτινώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фокус
-
5 лучевой
επ.ακτινικός, των ακτίνων•-ая энергия ακτινεργία•
-ая скорость η ταχύτητα των ακτίνων.
εκφρ.- ая болезнь – πάθηση από ακτινοβολία ραδιενεργού σώματος•- ая кость – κερκίδα (κόκκαλο του χεριού). -
6 увиолевый
επ.που επιτρέπει το πέρασμα υπεριωδών ακτινών•-ое стекло γυαλί που επιτρέπει το πέρασμα των υπεριωδών ακτινών.
-
7 аберрация
астр., опт., физ. η εκτροπή, η παρέκκλισηцветовая - см. хроматическаяРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аберрация
-
8 бета-излучатель
η πηγή/ο πομπός των ακτινών β(βήτα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бета-излучатель
-
9 бета-спектрометр
το φασματόμετρο των ακτινών β(βήτα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бета-спектрометр
-
10 всплеск
1. (радиоизлучения) η ριπή (της ακτινοβολίας) 2. (на импульсе) η αιχμή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > всплеск
-
11 гамма-актинометр
ο μετρητής ακτινών γ(γάμμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма-актинометр
-
12 гамма-аппарат
η (θεραπευτική) συσκευή των ακτινών γ(γάμμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма-аппарат
-
13 гамма-астрономия
η αστρονομία των ακτινών γ(γάμμα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма-астрономия
-
14 гамма-излучатель
η πηγή ακτινοβολίας των ακτινών γ(γάμμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма-излучатель
-
15 гамма-метод
η μέθοδος ακτινών γ(γάμμα) (για αναζήτηση κοιτασμάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма-метод
-
16 гамма-спектр
το φάσμα των ακτινών γ(γάμμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма-спектр
-
17 гамма-спектрометр
το φασματόμετρο των ακτινών γ(γάμμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма-спектрометр
-
18 гамма-спектроскопия
η φασματοσκό-πηση των ακτινών γ(γάμμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма-спектроскопия
-
19 гамма-установка
η συσκευή των ακτινών γ(γάμμα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма-установка
-
20 гамма-фотометр
το φωτόμετρο ακτινών γ(γάμμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гамма-фотометр
См. также в других словарях:
ἀκτίνων — ἄκτινος of elder wood fem gen pl ἄκτινος of elder wood masc/neut gen pl ἀκτί̱νων , ἀκτίς ray fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραθλασίμετρο ακτίνων Ρέντγκεν — Συσκευή για τη μέτρηση της έντασης και της διεύθυνσης της ακτινοβολίας Ρέντγκεν, που παραθλάται σε κρυσταλλικό αντικείμενο. Η συσκευή αυτή βρίσκει εφαρμογή στη λύση διαφόρων προβλημάτων της κρυσταλλογραφικής ανάλυσης με ακτίνες Ρέντγκεν.… … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
ταλαντοσκόπιο — Όργανο για την άμεση παρατήρηση των μηχανικών ή ηλεκτρικών ταλαντώσεων ή άλλων φαινομένων μεταβλητών στον χρόνο. Όταν το όργανο διαθέτει και σύστημα καταγραφής, ονομάζεται ταλαντογράφος. Τα τ. που προορίζονται για την παρατήρηση των μεταβολών… … Dictionary of Greek
φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek
καθοδικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία αποτελούμενη από ηλεκτρόνια, τα οποία εκπέμπονται από την επιφάνεια της καθόδου ενός σωλήνα εκκένωσης, που ονομάζεται σωλήνας Κρουκς με υψηλό κενό (η πίεση του αερίου πρέπει να είναι κατώτερη από 10 3 χιλιοστά υδραργύρου) … Dictionary of Greek
δέσμη — Σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συγκρατούνται με περιτύλιγμα ή δεσμό· ορμαθός, πακέτο, χούφτα. (Μαθημ.) Οικογένεια καμπύλων στο επίπεδο ή επιφανειών στον χώρο, που συνδέονται γραμμικά με τις παραμέτρους. Για παράδειγμα, μια δ. γραμμών στο επίπεδο… … Dictionary of Greek